Μπαρ, σωματίδιο — Είναι το απενεργοποιημένο X χρωματόσωμα των θηλυκών ατόμων. Ονομάστηκε έτσι από το όνομα του ερευνητή Μ. Μπαρ, που το εντόπισε. Διακρίνεται στα λευκά αιμοσφαίρια των θηλυκών σαν μια προεξοχή του λοβωτού πυρήνα τους. Το σωματίδιο αυτό στο αίμα… … Dictionary of Greek
μπαρ — το άκλ. (λ. αγγλ.), το ποτοπωλείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπαρ, Χέρμαν — (Hermann Bahr, 1863 – 1934). Αυστριακός συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία, νομικά και πολιτικές επιστήμες και διετέλεσε συντάκτης διάφορων εφημερίδων και περιοδικών στη Βιέννη. Ως συγγραφέας, υπήρξε ένας από τους φανατικότερους πολέμιους του… … Dictionary of Greek
Σορντόν ντε λα Μπαρ, Λουδοβίκος — (Char don de la Barre). Γάλλος φιλέλληνας. Πήρε μέρος στις εκστρατείες του Ναπολέοντα ως αξιωματικός και, μετά την πτώση του, αποστρατεύτηκε. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, κατέβηκε στην Ελλάδα και κατατάχτηκε στο σώμα του Φαβιέρου. Διακρίθηκε για… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Λορένη — I (γαλλ. Lorraine, γερμ. Lothringen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή και διοικητική περιφέρεια (23.547 τ. χλμ., 2.310.376 κάτ. το 2000) της Γαλλίας, στο ανατολικό τμήμα της χώρας· η περιφέρεια περιλαμβάνει τους νομούς Μεζ (Μόσα), Μερτ ε Μοζέλ,… … Dictionary of Greek
μπάρμαν — ο άκλ. 1. υπάλληλος μπαρ ο οποίος ασχολείται κυρίως με την παρασκευή κοκτέιλ 2. σερβιτόρος σε μπαρ 3. ιδιοκτήτης μπαρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. barman] … Dictionary of Greek
επώνυμο — Το όνομα της οικογένειας ή του οίκου που συνοδεύει το προσωπικό όνομα. Στους αρχαίους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου, στο προσωπικό όνομα προσέθεταν μερικές φορές το όνομα του πατέρα. Στους Άραβες, π.χ., Μοχάμετ ιμπν Άφαν και στους Εβραίους … Dictionary of Greek
μιλιμπάρ — (millibar). Μονάδα μέτρησης της πίεσης, ίση με ένα χιλιοστό του μπαρ, που συμβολίζεται mb. Χρησιμοποιείται στις μετεωρολογικές παρατηρήσεις για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης, η οποία παλαιότερα υπολογιζόταν σε χιλιοστόμετρα ή σε αγγλικούς… … Dictionary of Greek
μπάργουμαν — η άκλ. σερβιτόρα σε μπαρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. bar woman «γυναίκα που εργάζεται σε μπαρ»] … Dictionary of Greek